- εὐάντης
- εὐάντ-ης (or[suff] εὐαντ-ής, ες, = sq., opp. δυσάντης, A.R.4.148.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευάντης — εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, ές (Α) 1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος 2. ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντης (πρβλ. εξ άντης, αν άντης, προσ άντης) < θ. αντ εσ < *αντ (πρβλ. άντα, άντην, αντί)] … Dictionary of Greek
Evantia, S. (1) — 1S. Evantia, M. (2. Juni). Vom Griech. εὐάντης = dem man gern begegnet; gütig, freundlich, angenehm etc. – Diese hl. Evantia war eine Martyrin zu Rom. Ihre große Gesellschaft findet sich bei S. Secundus … Vollständiges Heiligen-Lexikon
ευάντητος — εὐάντητος, ον (ΑΜ) [ευάντης] ευπρόσδεκτος αρχ. 1. ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος 2. ευμενής … Dictionary of Greek
ευαντώ — εὐαντῶ, έω (Α) [ευάντης] (ποιητ. τ.) συναντώ με ευχαρίστηση κάποιον … Dictionary of Greek